θρίαμβος

θρίαμβος
ο
1. εορταστικές εκδηλώσεις στην αρχαία Ρώμη προς τιμή του νικητή στρατηγού: Τελώ θρίαμβο.
2. επιτυχία, λαμπρή νίκη: Θρίαμβος της αγάπης. – Θρίαμβος του στρατού μας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • θρίαμβος — hymn to Dionysus masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρίαμβος — I Δημόσια πανηγυρική τελετή που πραγματοποιούσαν οι νικητές στρατηγοί στην αρχαία Ρώμη. O θ. οργανωνόταν μόνο ύστερα από αίτηση του στρατηγού δικτάτορα, ύπατου, ανθύπατου ή πραίτορα και με άδεια της Συγκλήτου. Περιλάμβανε μια μεγάλη πομπή, η… …   Dictionary of Greek

  • θριάμβοις — θρίαμβος hymn to Dionysus masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θριάμβου — θρίαμβος hymn to Dionysus masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θριάμβους — θρίαμβος hymn to Dionysus masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θριάμβων — θρίαμβος hymn to Dionysus masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θριάμβῳ — θρίαμβος hymn to Dionysus masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρίαμβε — θρίαμβος hymn to Dionysus masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρίαμβοι — θρίαμβος hymn to Dionysus masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρίαμβον — θρίαμβος hymn to Dionysus masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”